προσεχώρησε

προσεχώρησε
προσχωρέω
go to
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δειλιώ — (AM δειλιῶ, άω) [δειλία] κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις») μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”